Η ζωή που για καλό την έζησες – Διήγημα

Του Marco Peressi

μτφ. Κ.Ζ.

 SannioAntico

Επίγειος παράδεισος: έτσι μου είχε φανεί η περιοχή των Σαμνιτών[1],  όταν την  επισκέφθηκα με τη βέσπα, κατά τη διάρκεια ενός γύρου της Ιταλικής Χερσονήσου που έκανα πριν από πολλά χρόνια. Δεν είχα βρεθεί ποτέ νοτιότερα της Ρώμης, ούτε είχα φτάσει σ’ αυτή την ιστορική από την αρχαιότητα επαρχία. Η τότε αγαπημένη μου είχε καταγωγή από εκείνα τα φωτεινά μέρη, με ονόματα που ξύπναγαν την περηφάνια των κατοίκων. Κοντά στο χωριουδάκι που σταματήσαμε, ανάμεσα στους λόφους, πρέπει να ήταν η τοποθεσία των Forche Caudine[2]: οι λεγεωνάριοι της Ρώμης όφειλαν να περνούν σκύβοντας το κεφάλι, ένδειξη σεβασμού σ’ αυτόν τον πολεμικό λαό.

Φτάσαμε μια καυτή μέρα του Αυγούστου. Μόλις κατεβήκαμε από το βαρυφορτωμένο σκούτερ, ένα  σμάρι πιτσιρικάδων ήρθε καταπάνω μας κάνοντας δεκάδες ερωτήσεις.   Στο δρόμο υπήρχαν οι πάγκοι που πουλούσαν το «mussο», κομμάτια κρύου χοιρινού βρασμένα και καρυκευμένα, με χυμό από λεμόνια του Αμάλφι. Τα έτρωγες στη λαδόκολλα. Νοστιμιές των διακοπών.

Συνεχίζοντας την Αππία Οδό, πέσαμε πάνω στον ξυλόφουρνο, ιδιοκτησίας του θείου της R. Τον δούλευε μόνος του, πέντε μ’ έξι φουρνίσματα τη μέρα. Μας καλωσόρισε το άρωμα του ψωμιού του και κολατσίσαμε με μια ζεστή ακόμα φέτα, όπου είχε πέσει ένα αραβούργημα από ελαιόλαδο, από ένα τενεκεδένιο λαδωτήρι. Με μια πρέζα αλάτι μοσχοβολούσε. Κατάδυση στη γεύση.

forno a legna

Ένιωθα χαμένος, χαμένος στο φως και στη μυρωδιά του ζεστού ψωμιού. Ο θείος, κρυμμένος στο ημίφως, μικροκαμωμένος κι αεικίνητος, ξεφούρνιζε τα καυτά καρβέλια και, με μια γρήγορη κίνηση, τα πέταγε σε μια ξύλινη σκάφη για να «ξεκουραστούν». Άσπρο φανελάκι και παντελόνι, μαντήλι στο λαιμό, έπρεπε να περιμένω την Κυριακή, που πήγε στη λειτουργία, για να καταλάβω ότι τα μαλλιά του ήταν μαύρα και το δέρμα του σκούρο, ότι ο ασπρομάλλης που είχα δει, ήταν απλά αλευρωμένος σαν ψάρι που περιμένει να πέσει στο τηγάνι. «Έχω εφτά κόρες», μου είπε με σκοτεινιά στη φωνή, με τον τόνο κάποιου που εξιστορεί μια συμφορά. Μου το είπε όπως μιλάμε για αρρώστιες, πραγματικές ή κατά φαντασία, στην αίθουσα αναμονής του γιατρού.

Η γριά μάνα του καθόταν στην εξώπορτα σε μια μεγάλη ιερατική πολυθρόνα. Χαιρετούσε με μια αδιόρατη κίνηση του χεριού, όσους περνούσαν από μπροστά της, όπως ευλογεί ο Πάπας από το θρόνο του.

Μια γυναίκα με όψη αιγυπτιακής μούμιας, ακίνητη, απαθής, που διατηρούσε, ωστόσο, αναπάντεχες αδυναμίες: μια σταγόνα άρωμα, τα μεταξωτά πουκαμισάκια που έτρεμαν στο παραμικρό αεράκι, τα πουράκια που κάπνιζε. Είχα δει φωτογραφίες από την Αϊτή: υπήρχαν τέτοιες γριές, με θολό βλέμμα και πούρο στο στόμα, με μάτια που δεν είχαν πλέον ανάγκη την όραση για να βλέπουν, γυναίκες που έκαναν κουμάντο στο τελευταίο τους βήμα, κομματιασμένες από τα γερατειά χωρίς να μπορούν να πεθάνουν, όπως η γειτόνισσα η Σίβυλλα η Κυμαία. Στεγνές, αφυδατωμένες, τελειωμένες, έδειχναν την ασημαντότητά τους σε αντίστιξη με τη θαλερή, οργιαστική φύση της παλλόμενης  ζωής, με τη φασαρία των παιδιών, με τις νέες κοπέλες που το έντονο βλέμμα τους ήταν σχεδόν επικίνδυνο.

Τότε είδα με τα μάτια μου και άκουσα με τ’ αυτιά μου, τη γιαγιά να γελάει γουργουριστά προς την κατεύθυνση του γιου της του φούρναρη που φταρνίστηκε: «Χεχε, Τσιτσίλο, με τις υγείες σου! Και με το καλό ο γιος… χεχεχε!».

Ο κακομοίρης γύρισε σα γάτος γύρω από την ουρά του, και με σφιγμένα δόντια μουρμούρισε ένα «ευ-χα-ρι-στώ» φορτωμένο μίσος. Μετά από την έβδομη κόρη, ο φούρναρης, ο μόνος που έφερνε μεροκάματο στο σπίτι, δεν είχε πια την αποκοτιά να τα βάλει με τη μοίρα του, πασχίζοντας για το γιό, κι είχε παραδοθεί στο πεπρωμένο. Κι ήταν ίσως αυτή η παράδοση που η μάνα του δεν του συγχωρούσε, κι έτσι διαρκώς τον βασάνιζε. Το λένε και μητρική αγάπη.

Ο αδερφός του φούρναρη ήταν χειροτέχνης, μαραγκός κι επιπλοποιός. Προερχόταν από μια ναπολιτάνικη σχολή κι είχε κερδίσει με τη δουλειά του τον τίτλο του Μάστορα. Αυστηρές ογκώδεις ντουλάπες, κατάλληλες για γραφεία συμβολαιογράφων ή για το ιερό των εκκλησιών, διπλά κρεβάτια με κεφαλάρια από όπου πρόβαλαν αγγελάκια, χριστοί και μαντόνες, σκεπασμένα με θόλους από πλουμιστό ύφασμα στηριγμένους σε φιδογυριστά κολωνάκια , όλα φτιαγμένα από σκούρο ξύλο καρυδιάς. Ήταν ένας άνθρωπος αυστηρός, κλειστός, λιγομίλητος. Τον πλησίασα με σεβασμό, ρωτώντας τον αν είχε παραγιούς ή εργάτες να τους μεταδώσει την τέχνη του. «Είχα έναν άξιο μαθητή, αλλά πήρε τα μάτια του να πάει να δουλέψει για τη Φίατ». «Μαθητής» ήταν το αντίστοιχο του δικού μας «εκπαιδευόμενου», αλλά πόση ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους δυο όρους!

Η γριά ποτέ της δεν τον είχε μειώσει, τον αντιμετώπιζε με σεβασμό, ίσως γνώριζε το μέλλον. Ίσως «έβλεπε». Σε λίγες μέρες, ο ξυλουργός ξαφνικά σταμάτησε τη δουλειά και κατέρρευσε αφήνοντας το σκαρπέλο  να του πέσει από τα χέρια.  Η κηδεία διέσχισε όλο το χωριό: τέσσερα μαύρα άλογα, στην άμαξα μαύρες κορδέλες, κρύσταλλα γύρω από το φέρετρο, ο αμαξάς με ψηλό καπέλο και μανδύα μαύρο.

Μόνο οι άνθρωποι του Νότου, γνωρίζουν πώς να κάνουν κηδείες σαν γάμους, και γάμους σαν κηδείες, με τη μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει στην ιερότητα των στιγμών που σημαδεύουν τη ζωή των ανθρώπων. Για ισορροπία.

Κάποιες μέρες αργότερα, τακτοποιώντας τα πράγματα του νεκρού, οι συγγενείς βρήκανε σε μια αθέατη θήκη του πορτοφολιού του μακαρίτη, ένα χαρτάκι προσεκτικά διπλωμένο. Γραμμένες στο χέρι, με γαλάζιο μελάνι, υπήρχαν οι ακόλουθες λέξεις: «Η ζωή που για καλό την έζησες, μακριά ζωή είναι», με σύνταξη αδιόρατα παλιομοδίτικη και αρχαιοπρεπή.

carro funebre

[1] Περιοχή στη σημερινή Καμπανία όπου κατοικούσε ο αρχαίος πολεμικός λαός των Σαμνιτών, οι οποίοι συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τη Ρώμη. (Σ.τ.Μ)

[2] Στην περιοχή Forche Caudine της Καμπανίας οι Ρωμαίοι υπέστησαν δεινή ήττα από τους Σαμνίτες κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Σαμνιτικού Πολέμου το 321 π.Χ. Σε ανάμνηση αυτής της ήττας οι λεγεωνάριοι περνούσαν από την τοποθεσία με σκυφτό το κεφάλι (Σ.τ.Μ)

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε