Το ματσάκι της επιστράτευσης…

 Το Γενάρη του ’96 έκλεινα κάπου τρία χρόνια από την οριστική απόλυσή μου από τις τάξεις του στρατεύματος. Καλή ή άσχημη, η στρατιωτική θητεία είχε μείνει πίσω μου, είχε αρχειοθετηθεί στο ράφι της και καθόταν εκεί ήσυχη ήσυχη να μας κοιτάει. Με τις σειρές μου στο στρατό είχαμε αραιώσει επαφές, μέχρι να χαθούμε οριστικά. Αναμενόμενα πράγματα. Άλλωστε η ανάγκη βιοπορισμού είχε το πάνω χέρι. Κάτι ιδιαίτερα μαθήματα, κάτι ολιγόμηνες συμβάσεις, τέτοιες ανησυχίες.

Εκείνο το βράδι είχαμε μείνει μέχρι αργά στις τηλεοράσεις. Σε κάτι νησάκια κοντά στην Κάλυμνο, αργότερα μάθαμε να τα λέμε βραχονησίδες, εδώ και κάτι μέρες, υπήρχε σκηνικό κρίσης. Τέλος πάντων είχαμε παρακολουθήσει τον ευτραφή Υπουργό των Εξωτερικών, σε δημοσιογραφική εκπομπή μεγάλου καναλιού, εκεί κοντά στα μεσάνυχτα να μας καθησυχάζει. Πήγαμε για ύπνο καθησυχασμένοι λοιπόν…

Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει στο σκοτάδι, αξημέρωτα. Στο παγωμένο σπίτι σκόνταψα σε έπιπλα για να το πιάσω. Η άγνωστη φωνή μου δήλωσε ότι παίρνει από το αστυνομικό τμήμα κι ότι έχει Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης για την αφεντιά μου. Μου τα είπε τηλεφωνικά μια και η διεύθυνση που είχαν ήταν από το πατρικό μου. Ήταν μια μουλωχτή επιστράτευση εκείνη τη νύχτα. Αφορούσε συγκεκριμένες ειδικότητες και μόνο. Μου είπε βιαστικά να πάω να το παραλάβω και που έπρεπε να παρουσιαστώ στη συνέχεια, κι έκλεισε να τηλεφωνήσει στους επόμενους.

Η αναχώρηση δεν είχε τίποτα το δραματικό και ηρωικό. Απεναντίας είχε πρησμένα μάτια από τον ύπνο, χοντρό μπουφάν και μια βέσπα που δεν έλεγε με τίποτα να πάρει μπροστά.  Και παγωνιά, πολλή παγωνιά.

Στο χώρο συγκέντρωσης έφτασα με το ΦΑΠ στο χέρι γύρω στις πέντε το πρωί. Σκοτάδι ακόμα. Πέρα από τους ξενυχτισμένους φαντάρους, τόπους τόπους είδα κι άλλους εφέδρους με πολιτικά. Αναβοσβήναμε τσιγάρα και κουβεντιάζαμε μουδιασμένα για την κατάσταση. Προφανώς κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μας. Το, σχεδόν  μεταφυσικό ερώτημα, ήταν ένα και απλό: «θα μας ντύσουν; Πότε θα μας ντύσουν;».

Όχι τι θα γίνει, τι θα κάνουμε, πως θα πάνε τα πράματα. Όχι τέτοια ερωτήματα. «Θα μας ντύσουν;». Γιατί πολύ καλά καταλαβαίναμε  ότι αν απαρνιόμασταν τα πολιτικά, αν μπαίναμε ξανά στα φαιοπράσινα τότε τα πράγματα στ’ αλήθεια σκούραιναν, μπαίναμε σε δρόμους άγνωστους που δεν τους έβαζε το μυαλό μας…

Σε καμιά ώρα, που απαντήσεις στο ερώτημα δεν πήραμε, εμφανίστηκε ένας υπολοχαγός, λιγόλογος και βλοσυρός,  με κάτι κληρωτούς και μας έστειλε στα ΡΕΟ που ζέσταιναν τις μηχανές τους. Φορτωθήκαμε και ξεκινήσαμε για μέρη γνώριμα, μέρη που στη διάρκεια της θητείας μας τα είχαμε γνωρίσει κι από την καλή κι από την ανάποδη. Παραλιακά. Όπως σκαμπανέβαζε το ΡΕΟ στις στροφές κοπανιόμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Κάποιος είχε προνοήσει κι άκουγε από το τρανζιστοράκι, έκτακτα δελτία και πληροφορίες.   Εκεί κάπου μάθαμε και τα νέα για το ελικόπτερο που είχε πέσει. Συγκεχυμένα πράγματα. Όταν φτάσαμε στην ακτή είχε πιάσει για τα καλά να ξημερώνει.

Εκείνο που ακόμα και τώρα θυμάμαι, είναι ότι είχαμε παραδώσει το συναίσθημα σε μια αντικειμενική μοιρολατρία. Αυτή η αίσθηση ότι τα πράγματα παίζονται σε ένα επίπεδο που σε ξεπερνάει, ότι αποτελείς μέρος τους χωρίς να περνάνε πολλά από το χέρι σου. Ας γίνει ό, τι είναι να γίνει να τελειώνουμε, αυτό ήταν το πνεύμα.

Λίγα μέτρα πίσω από την παραλία, οι κληρωτοί που είχαν στήσει αντίσκηνα μέσα στη νύχτα μας μοίρασαν μέχρι και ρόφημα.  Πάντως το κλίμα είχε αλλάξει. Από το ραδιοφωνάκι ακούγονταν πληροφορίες για μεσολαβήσεις, τηλεφωνήματα, διαπραγματεύσεις, αποκλιμάκωση της έντασης. Το βλέπαμε και στα πρόσωπα των μονίμων που είχαν χαλαρώσει, μέχρι και χαμόγελα βλέπαμε. Ο συνηθισμένος καλά πληροφορημένος σε παρόμοιες καταστάσεις ήρθε με την τελεσίδικη ανακοίνωση «δεν θα μας ντύσουν!».

Είχε πιάσει ν’ ανεβαίνει ο ήλιος. Η μέρα ήταν πραγματική αλκυονίδα στο τέλος του Γενάρη. Τα πράγματα όντως είχαν πάρει το δρόμο τους. Που δεν μας περιελάμβανε. Έφτασε και ΚΨΜ σε μια καναδέζα. Πέσαμε στα προψημένα σάντουιτς και στα πατικωμένα κρουασάν. Δεν θυμάμαι από πού βρέθηκε μια μπάλα ποδοσφαίρου.  Πετάξαμε τα χοντρά μπουφάν και φτιάξαμε τις δυο εστίες. Το ματσάκι στήθηκε εκεί στην ακτή. Σκληρός αγώνας, επίμονος. Κληρωτοί – Έφεδροι παίξαμε, τι άλλο… με την ανοχή (αν όχι συνενοχή) των μονίμων. Μάλλον χάσαμε… αλλά το ευχαριστηθήκαμε.

——————-

Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύεται ως ανταπόκριση σε διαδικτυακή πρόσκληση συν-ιστολογούντων φίλων για ιστορίες από τη στρατιωτική θητεία. Άλλες ιστορίες μπορείτε να δείτε στους συνδέσμους:

Δύτης των Νιπτήρων

Σελιτσάνος

Ο Βιβλιοθηκάριος

Τσαλαπετεινός

Silent Crossing

Old Boy

Κυνοκέφαλοι

Μεταπαράλογος

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

12 Responses to Το ματσάκι της επιστράτευσης…

  1. Παράθεμα: Το Τίποτα « Silentcrossing's Blog

  2. Παράθεμα: Τ/ΠΒ, ΛΜ41Β « ο δύτης των νιπτήρων

  3. Ο/Η bibliothekarios λέει:

    Αυτά τα ματσάκια… αν ήταν οι πόλεμοι ματσάκια σε μια παραλία…

  4. Ο/Η Artanis71 λέει:

    Ωραία ιστορία…

  5. Ο/Η selitsanos λέει:

    Α,εσείς έχετε κάνει και μεταπτυχιακά.

  6. Ο/Η silentcrossing λέει:

    Απ’ του παραλόγου τη θητεία στου παραλόγου τον πόλεμο.
    Το μόνο πιθανό σενάριο που μπορώ να φτιάξω στο μυαλό μου, έχοντας γίνει εξπέρ στην καθαριότητα μετά από 12 μήνες θητείας, είναι μία επιστράτευση με σφουγγαρίστρες, οποιοδήποτε άλλο σενάριο πολέμου με κάνει να γελάω 🙂

  7. Ο/Η redkangaroo λέει:

    Εύγε Δύτη απολαυστικό! 🙂
    το δικό μου όνειρο άγχους ήταν λίγο μετά που απολύθηκα: ήμουν πάλι νεοσύλλεκτος σε Κέντρο Εκπαίδευσης…
    -Μα ρε παιδιά υπηρέτησα
    -Στο Στρατό Ξηράς, Ναυτικό πήγες; δεν πήγες!

  8. Παράθεμα: Για μια σπανακόπιτα και ένα μίλκο « Μεταπαραλογος

Αφήστε απάντηση στον/στην selitsanos Ακύρωση απάντησης