Στα βιαστικά πατήματα των άλλων

Κάτω από τα κίτρινα δάχτυλά του

Απ’ το τσιγάρο

Κάτω από τα γένια του

Κι από τα τυφλά του μάτια

Που είδαν τις κουρτίνες να σαλεύουν

Απ’ τη ζωή που έζησε

Η απουσία φέγγει

Κι ένα τοπίο άδειο

Έχουμε όλοι εμείς αποχωρήσει

Κυνηγημένοι άραγε;

Τα βήματά του κάθε πρωί

Συγχορδίες εγκατάλειψης

Μαζεύεται, Κύριε

Κάθε πρωί

Στα στεκούμενα νερά

Στα λερωμένα πεζοδρόμια

Στα σκουπίδια δίπλα

Στα βλέμματα της αποδοκιμασίας

Και της ντροπής

Εκεί που μετρούν πόσο χαμηλά βρίσκεσαι

Και πάντα ένα σκαλί ακόμα υπάρχει

Μαζεύεται,

Κύριε

Κάθε πρωί

Στα βιαστικά πατήματα

Των άλλων

Παραπαίει

Στις προελαύνουσες συγκοινωνίες

Στα μηνύματα που δεν έχουν αποδέκτη

Ψάχνει να βρει τ’ όνομά του

Είναι συντρίμμια

Μα είναι εδώ

Κάθε πρωί

Μαζεύει από το τσιμέντο

Την καλημέρα του και μου την προσφέρει

Τόσο βέβαιος

Τόσο ανυπόκριτα ειλικρινής και σίγουρος

Ότι η επελαύνουσα εποχή

Οι φωνές των εισβολέων στην πόλη

Τα παρακάλια των ηττημένων

Κι η ακατάστατη φυγή

Είναι πράγματα που θα συμβούν

Αναπόδραστα

Κοιταζόμαστε

Λεφτά πια δεν έχω

Τσιγάρα

Έχω ακόμα

Να προσφέρω

Κάνε τσιγάρο

Ρε γέρο

Χαμογελάει

Κι ανάβει με το τελευταίο του το σπίρτο

Με μαστοριά

Περήφανα

Ίσως

Σ’ έψαξε πάλι Κύριε απόψε

Αλλά δε σε βρήκε

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε