“worse than a drug dealer… he’s a developer” – Lester Freamon
(χαρακτήρας του Wire)
Το Wire είναι μια αστυνομική σειρά παραγωγής της εταιρείας HBO, σε αρχική ιδέα και σενάριο του συγγραφέα και πρώην αστυνομικού συντάκτη David Simon. Διαδραματίζεται στη Βαλτιμόρη, μεταδόθηκε από το 2002 έως το 2008 σε πέντε κύκλους με 60 συνολικά επεισόδια. Όμως οι διαστάσεις που πήρε η σειρά –η οποία δεν είχε πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία, ούτε κέρδισε κάποιο από τα μεγάλα αμερικανικά τηλεοπτικά βραβεία- μαρτυρούν ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από μια απλά επιτυχημένη αστυνομική σειρά. Πέρα από τους αφοσιωμένους φανς (που δεν είναι και σπάνιο πράγμα), άρχισε ένας μεγάλος διάλογος τόσο για τη σειρά καθεαυτή, όσο και για τους τρόπους αφήγησης και το κοινωνικό υπόστρωμά της. Γράφτηκαν άρθρα, βιβλία, «διδάχτηκε» σε πανεπιστήμια, ήταν ένα cult γεγονός, και όχι άδικα.
Ίσως η εξήγηση έγκειται στο γεγονός ότι το Wire, έχοντας ως σημείο εκκίνησης την αφήγηση μιας πολυεπίπεδης και πολύπλοκης αστυνομικής ιστορίας, στην ουσία επιχειρεί μια κατάδυση στο κοινωνικό και πολιτικό υπέδαφος της πόλης της Βαλτιμόρης. Και εξελίσσεται, καθώς η αφήγηση προχωράει, σε μια εμβληματική προσέγγιση της μεγαλούπολης σε κρίση, του αστικού περιβάλλοντος σε παρακμή, των θεσμών αλλά και των κοινωνικών σχέσεων που επιδρούν σ’ αυτό.
Η Βαλτιμόρη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπέστη μια βίαιη μεταλλαγή της φυσιογνωμίας της. Την αρχική παρακμή του κέντρου της πόλης, ακολούθησε η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας , η εγκατάλειψη ολόκληρων συνοικιών αμιγούς κατοικίας από τους κατοίκους τους, εν τέλει η εμφάνιση των «αναπτυξιακών κατασκευαστικών εταιρειών» που αγόρασαν φτηνά και μετά την ανάπλαση πουλούν πανάκριβα. Όπως παρατηρεί ο David Simon «η πόλη άδειασε από ανθρώπους»[1].
Πράγματι, στους κύκλους επεισοδίων που διαδέχονται ο ένας τον άλλον, πρωταγωνιστούν ως ξεχωριστές θεματικές ενότητες στον καμβά της ίδιας ιστορίας: το εμπόριο ναρκωτικών και το βρώμικο χρήμα, το λιμάνι της πόλης και η παραδοσιακή εργατική τάξη που οδεύει προς εξαφάνιση, οι συνοικίες που ερημώνουν, το εκπαιδευτικό σύστημα σε αδιέξοδο, οι διαβρωμένοι θεσμοί της πόλης και η τοπική πολιτική, το σύστημα των ΜΜΕ και η διαπλοκή. Αυτή η μεγάλη τοιχογραφία είναι καμωμένη από παράλληλες και διαπλεκόμενες ιστορίες, πρωταγωνιστές που εξελίσσονται μαζί με την ιστορία, βίαιες συγκρούσεις συμμοριών και περίτεχνα παιχνίδια εξουσίας, ίντριγκας και διαπλοκής.
Τα παραδοσιακά αφηγηματικά σχήματα μιας αστυνομικής ιστορίας από τη μια συστηματικά αποδομούνται, κι από την άλλη υποχωρούν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους πρωταγωνιστές: πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές ιστορίες με φαινομενική απόσταση από τον αρχικό πυρήνα γεγονότων αποκτούν τη δική τους υπόσταση και οντότητα. Οι συμβατικοί μανιχαϊσμοί (καλοί vs κακοί, έννομη τάξη vs παρανομία, αστυνομία vs συμμορίες, ηθικοί ιδεαλιστές vs ανήθικοι κερδοσκόποι) ξεπερνιούνται στην πράξη καθώς αναδύονται προβλήματα και αντιφάσεις, σύμφυτα με το χαρακτήρα του καπιταλισμού με την παρακμή του κέντρου των πόλεων, με τη διάβρωση των σχέσεων.
Στο εσωτερικό της αστυνομίας (της εξ ορισμού δύναμης του καλού θα έλεγε κάποιος αφελώς) διεξάγεται ένας αδυσώπητος αγώνας εξουσίας με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, συγκρουόμενες στρατηγικές, ανίερες συμμαχίες. Οι «καλοί»
αποδεικνύονται αδύναμοι στη σύγκρουση τους με τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και τα αθέατα κέντρα εξουσίας. Αρκετές φορές οι τυπικά θεωρούμενες αστυνομικές επιτυχίες (σε παρακολουθήσεις ή ακόμα και συλλήψεις) χρησιμεύουν μόνο για ν’ ανοίξουν μικρές χαραμάδες που αποκαλύπτουν πόσο εν τέλει απρόσβλητος είναι ο μηχανισμός ναρκωτικά – κεφάλαιο – εξουσία. Αντίστοιχα στον χώρο του «υπόκοσμου», αναδύονται ανάλογες σχέσεις και συγκρούσεις επιβολής και εξουσίας. Ο εκσυγχρονιστής πρεζέμπορος Stringer Bell (που παρεμπιπτόντως σπουδάζει και οικονομικά) διαπιστώνει πόσο αδύναμος είναι –ως παιδί της πιάτσας τελικά- μπροστά στους λεπτούς και εξεζητημένους χρηματοοικονομικούς αυτοματισμούς του αναπτυγμένου καπιταλισμού, και το πληρώνει με την εμφαντική πτώση του. Χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Jason Read: «ο Stringer αποτυγχάνει να κατανοήσει τη διχασμένη φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία, όπως λέει ο Μαρξ, ‘η ηθική της πολιτικής οικονομίας’ είναι διαχωρισμένη από την ‘πολιτική οικονομία της ηθικής’».[2]
Κι ακόμα, στο δεύτερο κύκλο της σειράς, που διαδραματίζεται στο λιμάνι της Βαλτιμόρης ο συνδικαλιστής Frank Sobotka, προσπαθεί με όλα τα μέσα να υπερασπιστεί την ύπαρξη και την επιβίωση της παραδοσιακής blue collar εργατικής τάξης –στην ουσία του δικαιώματος στην εργασία, απέναντι στην απαξίωση του ίδιου του λιμανιού και στην επέλαση του κατασκευαστικού – αναπτυξιακού κεφαλαίου που έχει άλλα σχέδια. Στην προσπάθεια του αυτή βρίσκεται προδομένος –και από τον «υπόκοσμο» και από το πολιτικό σύστημα, και από τις δυνάμεις του νόμου- πράγμα που οδηγεί στον τραγικό αφανισμό του. Κι όπως το περιγράφουν οι C.W.Mashall & Tiffany Potter «ο Sobotka μάχεται για ένα μέλλον ίδιο με το παρελθόν, κι η απώλεια του είναι οδυνηρή, ακριβώς γιατί οι απαιτήσεις του είναι τόσο προφανώς και αυταπόδεικτα λογικές και δίκαιες».[3]
Αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι Sheehan και Sweeney διαπιστώνουν: «Το Wire είναι μια μαρξιστική ιδέα για το πώς θα έπρεπε να είναι μια τηλεοπτική σειρά. Η συγκεκριμένη πλοκή του ανοίγεται σε μια ανάλυση του κοινωνικού – οικονομικού – πολιτικού συστήματος που τα αγκαλιάζει όλα»[4]. Άλλωστε και ο ίδιος ο δημιουργός του το λέει με άλλο τρόπο: «πρόκειται τελικά για το πώς οι θεσμοί επιδρούν στα άτομα. Για το πώς ότι κι αν είσαι, μπάτσος, λιμενεργάτης, πρεζέμπορος, πολιτικός, δικαστής ή δικηγόρος, είναι οι θεσμοί τελικά που σε περιλαμβάνουν και με τους οποίους συμβιβάζεσαι».[5]
Η έμφαση στον κοινωνικό χαρακτήρα της αστυνομικής ιστορίας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για το αμερικάνικο σινεμά και ειδικά για την αμερικάνικη αστυνομική λογοτεχνία. Από τους πρωτοπόρους Hammett και Chandler (ιδιαίτερα τον πρώτο), μέχρι τους σύγχρονους μας Ellroy, Connely και Pelecanos (ο συμπατριώτης μας συμμετέχει ενεργά στο σενάριο του Wire από το δεύτερο κύκλο και μετά), το στοιχείο της κοινωνικής απεικόνισης και κριτικής είναι έντονο στο αμερικάνικο crime novel. Δε θα ήταν ίσως υπερβολικό να ισχυριστεί κάποιος ότι μια περιήγηση στο αμερικάνικο αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να προσφέρει πολλά στον αναγνώστη από την άποψη της ανασύνθεσης της κοινωνικής ιστορίας των ΗΠΑ.
Επιστρέφοντας όμως στο Wire, θα ήταν λάθος να μην επισημάνουμε στον Έλληνα θεατή την παρουσία (στο 2ο κύκλο επεισοδίων και σε ένα σύντομο πέρασμα στον 5ο και τελευταίο), την παρουσία της εγκληματικής συμμορίας των «Ελλήνων» (“The Greeks”). Άλλωστε και η αφεντιά μου βασικά από την παρουσία των Ελλήνων προσελκύστηκε, τσίμπησε, παρακολούθησε ολόκληρη τη σειρά και καθόλου δεν το μετάνιωσε, σας διαβεβαιώ. Πρόκειται για λαθρέμπορους των πάντων (όπλα, ναρκωτικά, γυναίκες, υλικά παρασκευής εκρηκτικών, ηλεκτρικές συσκευές), αδυσώπητους και προσηλωμένους στο κέρδος. Ηγέτης τους μια από τις πλέον αποtρόπαιες φυσιογνωμίες ολόκληρης της σειράς, ο γέρος δίχως όνομα, γνωστός ως “The Greek”. Όπως επισημαίνει ο Stephen Lucasi « ο Greek αντιπροσωπεύει τον καπιταλισμό στην πιο ξεκάθαρη μορφή του, την απόλυση έλλειψη συναισθηματικής πρόσδεσης σε οποιονδήποτε και σε οτιδήποτε εκτός από το κέρδος»[6]. Πραγματολογικά η παρουσία των Ελλήνων είναι αψεγάδιαστη (αφού την ιστορία υπογράφει ο Pelecanos), από τις ατάκες στα ελληνικά, στην αθλητική εφημερίδα, στον καφέ κ.ά. Και βέβαια σ’ αυτόν χρωστάμε την κορυφαία τελευταία σκηνή στο λιμάνι της Βαλτιμόρης με μουσική επένδυση Στέλιο Καζαντζίδη!
Δεν θα έπρεπε να δοθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι το Wire είναι μια –ίσως και απωθητική- ακαδημαϊκή προσέγγιση στο κοινωνικό γίγνεσθαι της αμερικάνικης μεγαλούπολης σε κρίση και παρακμή, κάθε άλλο. Πρόκειται για αστυνομική «λογοτεχνία» στις καλύτερες στιγμές της. Έχει ένταση, συγκρούσεις, συναίσθημα, δυνατούς χαρακτήρες, εξαιρετικούς ηθοποιούς (προερχόμενους από τη Βαλτιμόρη στην πλειοψηφία τους), διεισδυτική φωτογραφία, επιλεγμένη και δυνατή μουσική. Διαθέτει ακόμα μια καλοδουλεμένη πλοκή, που απαιτεί την εγρήγορση και την προσεκτική παρακολούθηση του θεατή (ίσως γι’ αυτό δε γνώρισε την επιτυχία περισσότερο συμβατικών σειρών όπως τα διάφορα CSI ή Law & Order). Πάνω απ’ όλα όμως δεν υποκύπτει σε εύκολα ευρήματα και δε φτιασιδώνει την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και κάποιοι εύστοχα έχουν μιλήσει για «ντικενσιανή» προσέγγιση.[7]
Συμπερασματικά, μπροστά στο δύσκολο χειμώνα που έρχεται, το Wire αποτελεί μια εξαιρετική πρόταση ψυχαγωγίας, την οποία το Ερυθρό Καγκουρώ καταθέτει ανεπιφύλακτα και μετά λόγου γνώσεως. Τη σειρά θα την προμηθευτείτε μόνο σε dvd ή θα την «αλιεύσετε» από το διαδίκτυο. Όσο για τα ελληνικά κανάλια; Τον πρώτο κύκλο σύμφωνα με πληροφορίες τον πρόβαλλε το Star μέσα στο κατακαλόκαιρο, στην εξαιρετική ώρα 5 τα ξημερώματα! Τόσα καταλαβαίνουν βέβαια… να ήταν καμιά κουτσομπολίστικη εκπομπή, ύμνος στην ασημαντότητα θα είχε με το σπαθί της το prime time! Υπομονή.
Κλείνω με μια από τις καλύτερες ατάκες της σειράς, από τον Robin Hood της Βαλτιμόρης Omar Little στο μεγαλοδικηγόρο και υπερασπιστή των πρεζεμπόρων (κάτι μου θυμίζει…) Maurice Levy: “The way I see it, I got the shotgun…you got the briefcase”.
[1] Εισαγωγή του David Simon στο “The Wire. Truth to be told” Canongate Books 2009
[2] Jason Read” “Stringer Bell’s Lament: Violence and Legitimacy in Contemporary Capitalism” στο The Wire. Urban Decay and American Television, Continuum 2009
[3] C.W.Mashall & Tiffany Potter (ed) στην Εισαγωγή του The Wire. Urban Decay and American Television, Continuum 2009
[4] Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον δοκίμιο The Wire and the world, http://www.ejumpcut.org/archive/jc51.2009/Wire/index.html
[5] David Simon. (2005). «The Target» commentary track. [DVD].
[6] Stephen Lucasi: “Networks of Affiliation: Familialism and Anticorporatism in Black and White” στο The Wire. Urban Decay and American Television, Continuum 2009
[7] Amanda Ann Klein: “The Dickensian Aspect”: Melodramma, Viewer Engagement, and the Socially Conscious Text στο The Wire. Urban Decay and American Television, Continuum 2009
Εύγε! Εξαιρετική παρουσίαση που με κάνει να λυπούμαι που δεν είχα την τύχη να παρακολουθήσω τη σειρά. Πριν λοιπόν αρχίσω τις γνωστές μου γκρίνιες (γιατί οι εμπορικοί κ.λπ., κ.λπ., Αμερικανοί να θέλουν και να μπορούν να γυρίζουν τέτοιες σειρές και κάποιοι άλλοι ούτε να το θέλουν, ούτε και να το μπορούν;), ας περάσει κάποιος φαν του Wire.
Δεν έχω δει το Wire, αλλά υπήρξε μια ελληνική αστυνομική σειρά που είχε τα χαρακτηριστικά αυτά, και επιπλέον έδινε επιτέλους μια πραγματική εικόνα της Αθήνας: η «Άμυνα ζώνης».
Σε καλωσορίζω αγαπητέ Δύτη! Έχεις δίκιο για την «Άμυνα Ζώνης», ξεκινώντας από το βιβλίο και η τηλεοπτική του διασκευή είχε αυτά τα χαρακτηριστικά… και είχε και έναν εξαιρετικό Μηνά Χατζησάββα. Γενικότερα ο Μάρκαρης γράφει κοινωνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με την Αθήνα και την πραγματικότητα της κυρίαρχη (γι’ αυτό ίσως έχει και τόση επιτυχία εκτός Ελλάδος).
Ωστόσο κατάφερε η ΕΤ1 να τη «θάψει» τη σειρά… απότομες αλλαγές στην ώρα και μέρα μετάδοσης, τη μετέδιδε απέναντι σε πδοσφαιρικούς αγώνες κ.ο.κ. … κρίμα.
ΟΚ, μ’ αυτά και τ’ άλλα πάτε να με κάνετε να πιστέψω ότι έχω χάσει τουλάχιστον δύο καλές σειρές.
Μόνο που την «Άμυνα Ζώνης» Ρογήρε ειλικρινά δεν ξέρω που μπορεί να τη βρει κανείς, όπως και το «Νυχτερινό Δελτίο» παλιότερα (η πρώτη εμφάνιση του Χατζησάββα στο ρόλο του αστυνόμου Χαρίτου). Ίσως θα πρέπει να περιμένουμε καμμιά εικοσαριά χρόνια (καλά να είμαστε!) για να τη δώσει προσφορα η Ραδιοτηλεόραση… ίσως πρέπει να αρκεστείς στα βιβλία.
Ή να ξεπουλήσει η ΕΡΤ το αρχείο της (κάτω από ύποπτες φυσικά συνθήκες) σε κανένα ΣΚΑΪ (τυχαίο το παράδειγμα, έ).